- διβολία
- η (ΑΝ) [δίβολος]αρχ.1. δίβολος χλαίνα2. δίστομη λόγχη3. είδος όπλου που χρησιμοποιούσαν οι Κίμβροιδόρυ όπου προσάρμοζαν αιχμή που απόληγε σε οξύ άκρονεοελλ.μικρό έντομο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διβολία — διβολίᾱ , διβολία double pointed lance fem nom/voc/acc dual διβολίᾱ , διβολία double pointed lance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβολίᾳ — διβολίαι , διβολία double pointed lance fem nom/voc pl διβολίᾱͅ , διβολία double pointed lance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβολίας — διβολίᾱς , διβολία double pointed lance fem acc pl διβολίᾱς , διβολία double pointed lance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβολίαν — διβολίᾱν , διβολία double pointed lance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διβόλιον — διβόλιον, το (Α) [δίβολος] αρχ. όπλο τών Κίμβρων, διβολία* … Dictionary of Greek
Εορδαία — I Αρχαία περιοχή της Μακεδονίας, στα Β του Αλιάκμονα, η κυριότερη πόλη της οποίας ήταν η ομώνυμη, που βρισκόταν κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Ε. υποτάχθηκε στους Τημενίδες που εξόντωσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού… … Dictionary of Greek